- νεοβόρειος
- -α, -ο1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις Ηνωμένες Πολιτείες τής Αμερικής και στο Βόρειο Μεξικό2. φρ. «νεοβόρεια περιοχή» — νεώτερη ζωογεωγραφική περιοχή που περιλαμβάνει τη νεοαρκτική περιοχή εκτός από τον Καναδά.
Dictionary of Greek. 2013.