νεοβόρειος

νεοβόρειος
-α, -ο
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις Ηνωμένες Πολιτείες τής Αμερικής και στο Βόρειο Μεξικό
2. φρ. «νεοβόρεια περιοχή» — νεώτερη ζωογεωγραφική περιοχή που περιλαμβάνει τη νεοαρκτική περιοχή εκτός από τον Καναδά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”